κυνηγητό

κυνηγητό
το
1. κυνήγημα, καταδίωξη
2. είδος παιδικού παιχνιδιού κατά το οποίο τα παιδιά τρέχουν και προσπαθούν να πιάσει το ένα τό άλλο
3. μτφ. επίμονη και συστηματική επιδίωξη ή αναζήτηση («μετά από πολύ κυνηγητό κατόρθωσα και βρήκα τα στοιχεία που χρειαζόμουν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού ρηματ. επιθ. *κυνηγητός τού ρ. κυνηγώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυνηγητό — το 1. κυνήγημα. 2. είδος παιχνιδιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυνηγητά — [κυνηγητό] επίρρ. καταδιωκτικά, με καταδίωξη, με κυνηγητό …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • αδερφοκυνηγητό — το κυνηγητό απ’ αδερφό, πόλεμος ανάμεσα σ’ αδέρφια, αδελφική διαμάχη …   Dictionary of Greek

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγημα — το (Μ κυνήγημα) [κυνηγώ] η κατά πόδας καταδίωξη, κυνηγητό νεοελλ. μτφ. επίμονη αναζήτηση ή επιδίωξη («το κυνήγημα τού πλούτου και τής δόξας») …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • κυνηγίδι — το (χωρίς πληθ.) συνεχής καταδίωξη, έντονο κυνηγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνήγι + κατάλ. ίδι (πρβλ. γροθ ίδι, τουφεκ ίδι)] …   Dictionary of Greek

  • μεταδρομή — μεταδρομή, ἡ (Α) 1. καταδίωξη, κυνηγητό («μεταδρομαῑς Ἐρινύων», Ευρ.) 2. αλλαγή πορείας 3. τρέξιμο πάνω κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δρομή (πρβλ. ἔ δραμ ον, αόρ. β τού τρέχω), πρβλ. δια δρομή, επι δρομή] …   Dictionary of Greek

  • μπάλος — Νησιώτικος, αντικριστός, οργανικός χορός, που χορεύεται σε όλα τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα σκετς παντομίμας, γεμάτο χάρη, κομψότητα και ευγένεια. Υπάρχουν πολλές παραλλαγές και κάποια ελευθερία στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”